τρενάρω

τρενάρω
τρενάρω, τρέναρα και τρενάρισα βλ. πίν. 53

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρενάρω — και τραινάρω Ν 1. καθυστερώ σκόπιμα 2. παρατείνομαι («τρενάρει η υπόθεση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trainer «σύρω, έλκω, παρατείνω»] …   Dictionary of Greek

  • τρενάρω — τρέναρα και τρενάρισα, τρεναρίστηκα, αναβάλλω, καθυστερώ, παρατείνω: Τρενάρει την εξόφληση του δανείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρελκύω — ΝΑ 1. παρέλκω, σέρνω κάτι στο πλάι απομακρύνοντας το από την ορθή του πορεία 2. κάνω κάτι να διαρκέσει περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο και καθορισμένο, τό κάνω να αργοπορήσει, καθυστερώ, επιβραδύνω με αναβολές, τρενάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… …   Dictionary of Greek

  • τραινάρω — Ν (παλαιότ. τ.) βλ. τρενάρω …   Dictionary of Greek

  • τρενάρισμα — και τραινάρισμα, το, Ν επιβράδυνση, καθυστέρηση, ιδίως σκόπιμη ή αδικαιολόγητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρενάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

  • παρέλκω — παρέλκυσα 1. παρελκύω, τρενάρω. 2. (απρόσ.) παρέλκει, είναι περιττό: Μετά το θάνατο του αρρώστου παρέλκει κάθε συζήτηση για το είδος της αρρώστιας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρελκύω — παρέλκυσα, παρελκύστηκα, κάνω κάτι να βραδύνει, να αργοπορήσει, επιβραδύνω, τρενάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραινάρω — βλ. τρενάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”